αγάληνος

αγάληνος
η , ο неспокойный, беспокойный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγάληνος" в других словарях:

  • αγάληνος — η, ο [γαλήνη] ο αγαλήνευτος* …   Dictionary of Greek

  • αγαληνός — και γαληνός, ή, ό [γαλήνη] γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»